- μαξιλάρα
- ημεγάλο μαξιλάρι συνήθως διακοσμητικό: Διακόσμησε τον καναπέ με κεντημένες μαξιλάρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαξιλάρα — η 1. μεγάλο μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μεγεθ. κατάλ. άρα] … Dictionary of Greek
κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους … Dictionary of Greek
μαξιλαρομάννα — η μεγάλο μαξιλάρι που πιάνει όλο το πλάτος του κρεβατιού, αλλ. μαξιλάρα, προσκεφαλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μάννα*] … Dictionary of Greek
προσκεφαλάδα — η, Ν μεγάλο προσκέφαλο, μαξιλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφαλάδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μαχαίρ α)] … Dictionary of Greek
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… … Dictionary of Greek
προσκεφαλάδα — η μεγάλο προσκέφαλο, αλλ. μαξιλάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)